-
1 όστρακο
[острако] ουσ. о. раковина, панцырь, щитΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > όστρακο
-
2 раковина
раковина ж 1) το όστρακο 2) (водопроводная) о νεροχύτης, η λεκάνη* * *ж1) το όστρακο2) ( водопроводная) ο νεροχύτης, η λεκάνη -
3 раковина
раковинаж1. τό ὅστρακο[ν], ἡ κόγχη, τό κοχύλι, τό καύκαλο:\раковина черепа́хн τό ὅστρακο τής χελώνας· жемчу́жная \раковина τό μαργαριτοφόρο ὅστρεον, τό βέρβερι· 2.:ушная \раковина τό πτερύγιο τοῦ αὐτιοῦ·3. (водопроводная) ἡ λεκάνη, ὁ νεροχύτης·4. (в металле) ἡ φυσαλλίς, ἡ φοῦσκα. -
4 раковина
-ы θ.1. όστρακο, κογχύλιο (επιστ.), στρείδι (λκ.)• раковина улитки όστρακο του κοχλία•жемчужная раковина μαργαριτοφόρο όστρεο.
2. (ονομασία αντικειμένων σχήματος οστρέου)• κοιλότητα• λεκάνη. || ράβδωση (κάνης όπλου). -
5 раковина
1. (дефект в отливке) η σπη-λαίωση, η κοιλότηταгазовая - ο εγκλεισμός του αερίου, η φυσαλίδα εντός μετάλλου/χυτού- σημείου2. (водопроводная) о νεροχύτης, (умывальник) о νιπτήρας 3. (твёрдый защитный покров некоторых беспозвоночных животных) το όστρακο, η κόγχη, το κοχύλι, το καύκαλο 4. (мед., анат.) η κόγχηушная - του ωτός/αυτιού 5 (телефона) το ακουστικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раковина
-
6 раковина
[ράκαβινα] οοσ. θ. όστρακο -
7 раковина
[ράκαβινα] ουσ θ όστρακο -
8 панцирь
-я α.θώρακας• πανοπλία•панцирь воина ο θώρακας του πολεμιστή•
панцирь паравбза, корабля θώρακας ατμομηχανής τρένου, καραβιού.
|| (για ζώα) προστατευτικό κάλυμμα•панцирь черепахи το προστατευτικό όστρακο της χελώνας.
-
9 раковый
-
10 скорлупа
-ы, πλθ. -лупы θ.1. το κέλυφος-το όστρακο, το καύκαλο, καυκί, καβούκι. || τσόφλι (αυγού, καρπού)•яичная скорлупа τσόφλι αυγού (αυγότσοφλιο)•
скорлупа ореха τσόφλι καρυδιού (καρυδότσοφλιο)•
очищать от -ы βγάζωτο τσόφλι (ξετσοφλίζω).
2. μτφ. απομόνωση•замыкаться (прятать(ся) в свою -у κλείνομαι στο καβούκι (απομονώνομαι).
-
11 черепаха
-и θ.1. η χελώνα•сухопутная черепаха χελώνα της ξηράς•
морская черепаха θαλάσσια χελώνα•
болотная черепаха η χελωδίνη.
2. το όστρακο της χελώνας (για κατασκευή αντικειμένων).εκφρ.как черепаха ή -ой.идти, ехать – πηγαίνω σαν τη χελώνα, με βήματα αργά (προχωρώ, προοδεύω αργά). -
12 черепаховый
επ.χελωνίσιος•черепаховый суп χελωνήσια σούπα.
|| από όστρακο (πλάκες) χελώνας. -
13 черепаший
-ья, -ьеεπ.της χελώνας, από χελώνα, χελωνίσιος•-ья голова το κεφάλι της χελώνας•
черепаший панцирь ο θώρακας (όστρακο) της χελώνας.
|| μτφ. αργός, βραδύς. -
14 щит
-а α.1. ασπίδα•щит ахилла ή ахилса η ασπίδα του Αχιλλέα.
|| μτφ. προπύργιο, προμαχώνας.2. φράγμα• φράχτης. || προκατασκευασμένα μεσοχωρίσματα σπιτιών σαν δώματα.3. προστατευτικό έρεισμα σήραγγας.4. όστρακο (χελώνας, κοχλία κλπ.)• φολίδα. || πίνακας, ταμπλό.5. ηλεκτρικός πίνακας•электрораспределительный щит ηλεκτρικός πίνακας διανομής ρεύματος.
|| μεγάλος στόχος βολής στη θάλασσα.6. το σανιδωμα του τέρματος του μπάσκετ-μπόλ.εκφρ.поднять на щит – επαινώ, εγκωμιάζω, εκθειάζω, εξυψώνω•на -е вернуться – γυρίζω νικημένος•со -ом вернуться – γυρίζω νικητής.
См. также в других словарях:
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek
όστρακο — το 1. σκληρό στερεό περίβλημα διάφορων ασπόνδυλων ζώων (χελώνας, αστακού, κοχυλιών κτλ.). 2. η βιομηχανική ύλη που κατασκευάζεται από όστρακα ή και χημικώς, αλλ. ταρταρούγα. 3. κομμάτι από κεραμίδι ή αγγείο πήλινο. 4. πινακίδιο από κεραμίδι όπου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοχύλι ή όστρακο — Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα… … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
σαλιγκάρια — Κοινό όνομα των πνευμονοφόρων χερσαίων γαστερόποδων, που είναι προικισμένα με ελικοειδές όστρακο (οικογένεια Ελικιδών) και ανήκουν στο γένος έλιξ (helix) και σε συγγενή γένη που περιλαμβάνουν πολλά είδη. Το όστρακο είναι ευρύ και γενικά… … Dictionary of Greek
ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… … Dictionary of Greek
ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα … Dictionary of Greek
οστρακώδης — ες (ΑΜ ὀστρακώδης, ῶδες) [όστρακον] 1. αυτός που μοιάζει με όστρακο, οστρακοειδής 2. αυτός που αποτελείται από όστρακο, οστράκινος («δέρμα μαλακὸν καὶ μὴ ὀστρακῶδες, ὥσπερ τῆς χελώνης», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακώδη (ζωολ … Dictionary of Greek
γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… … Dictionary of Greek
δεξιόστροφος — Αυτός που στρέφει ή στρέφεται προς τα δεξιά. (Ζωολ.) Όστρακο των γαστερόποδων, στο οποίο η περιέλιξη γίνεται από τα αριστερά προς τα δεξιά. Για να διαπιστωθεί η φορά της περιέλιξης τοποθετείται το όστρακο με την κορυφή προς τα πάνω και το στόμα… … Dictionary of Greek
εξοστρακισμός — Αρχαίο πολιτικό μέτρο που όριζε την απομάκρυνση επικίνδυνων προσώπων από την πολιτεία, για ένα χρονικό διάστημα. Ο ε. εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και σε άλλες δημοκρατικές πολιτείες, όπως στο Άργος και στις Συρακούσες. Καθιερώθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek